Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Συνέντευξη #11: Αντώνης Κρύσιλας

  • Dimitrios 

Φίλες και φίλοι, καλώς ορίσατε στην ενδέκατη συνέντευξη στην Κοιλάδα της Γνώσης! Σήμερα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε τον Αντώνη Κρύσιλα. Άρθρο μου για το πρόσφατο μυθιστόρημα του, Tiamat, μπορείτε να βρείτε εδώ.

Πείτε μας δύο λόγια για εσάς. Τι έχετε σπουδάσει, πού έχετε εργαστεί, τι κάνετε στον ελεύθερό σας χρόνο, ποια βιβλία έχετε γράψει, τι σας αρέσει να διαβάζετε, τι διαβάζετε τώρα…

Έχω σπουδάσει ψυχολογία αλλά δεν την έχω εξασκήσει ποτέ. Όταν ήμουν μικρότερος έκανα δουλειές του ποδαριού για να μου αφήνουν χρόνο να γράφω, αλλά και για να με κρατούν αρκετά οργισμένο γι’ αυτό. Η συνταγή δεν έπιασε, οπότε άρχισα να δουλεύω στον χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων. Αυτό βοήθησε περισσότερο. Μέχρι που τα τελευταία χρόνια, έβαλα όλα μου τα αυγά στο ίδιο καλάθι και ασχολούμαι μόνο με τη συγγραφή, τις επιμέλειες, όποτε αυτές υπάρξουν και παραδίδω μαθήματα δημιουργικής γραφής στον ΔΟΠΑΠ Παπάγου-Χολαργού. Στον ελεύθερο χρόνο μου διαβάζω, γράφω και παίζω σκάκι. Έχω γράψει:

  1. Το μικρό μεγάλο ταξίδι (Καστανιώτης 2003)
  2. Το στόμα του Διαβόλου (Platypus 2009)
  3. Μικρές αγγελίες (ΑλΔε 2010)
  4. Ο Νούμερο Ένα (Ρενιέρη/comicon 2015)
  5. Παπάγια -Μάντολες (Ρενιέρη/Comicon 2015)
  6. Η Γαλάτεια και τα μυρμήγκια (Πατάκης 2018)
  7. Ούμμα, το κορίτσι που ζωγράφιζε με τη φωτιά (Forin 2020)
  8. Το στόμα του Διαβόλου (Πηγή 2021)
  9. Tiamat (Πηγή 2023)

Μου αρέσει να διαβάζω από όλα τα είδη, εξ’ ου και τα γραψίματά μου, όπως βλέπετε, δεν περιορίζονται σε ένα μόνο είδος. Αυτό τον καιρό διαβάζω Τα μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα. Πριν από αυτό διάβασα τον Ψαρά. Πάντα μετά από μία απογοήτευση καταφεύγω σε κάτι κλασικό για παρηγοριά.

Το μυθιστόρημά σας, Tiamat, στήνεται γύρω από την ομώνυμη θεά/δράκαινα της μεσοποτάμιας ανθολογίας. Πώς και επιλέξατε τη συγκεκριμένη μυθολογία και τη συγκεκριμένη θεά;

Εδώ, προτού απαντήσω, θέλω να κάνω μία μικρή διευκρίνηση: Η λέξη «μυθολογία» έχει χρησιμοποιηθεί για να ονομάσει αρχαίες θρησκείες και λατρευτικά συστήματα, τα οποία αντικαταστάθηκαν από τις δύο καινούριες θρησκείες που επικράτησαν στις χώρες όπου αυτά υπήρχαν: Τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ. Όταν κανείς θέλει να αναφερθεί στον ινδουισμό, δεν τον ονομάζει «Ινδική μυθολογία» γιατί είναι ζώσα θρησκεία. Κανείς, επίσης, δεν αναφέρει την παλαιά διαθήκη ως «Εβραϊκή μυθολογία», παρ’ όλο που αυτό ακριβώς είναι, γιατί, δίχως εκείνη, δίχως τις προφητείες για την έλευση του Μεσσία, η τωρινή μας θρησκεία δεν θα είχε βάσεις. Έτσι λοιπόν, για ‘μένα, οι «μυθολογίες» δεν είναι χαριτωμένα παραμυθάκια με εξωτική υφή, αλλά θρησκείες που έδιναν σχήμα και μορφή στους φόβους και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Όσο δε παλαιότερες είναι οι θρησκείες αυτές, τόσο εντονότερος είναι και ο διαχωρισμός ανάμεσα στο καλό και το κακό. Η Τιαμάτ είναι ένας μοχθηρός δαίμονας του αρμυρού νερού. Ο σύντροφός της ο Απσού, ήταν αγαθός δαίμονας που εξουσίαζε τα γλυκά νερά. Ο άνθρωπος πάντα εμπιστευόταν ευκολότερα το γλυκό νερό από το αρμυρό. Η θάλασσα ήταν πάντα ξένος τόπος για εκείνον. Το διαπιστώνουμε διαβάζοντας τον Μόμπι Ντικ. Οι γνώσεις του ανθρώπου για το αρμυρό στοιχείο, ακόμη και στην εποχή του Μέλβιλ, περιορίζονται στα γραφτά μερικών Λατίνων σχετικά με το θέμα. Το είδος μας γνώρισε λίγο καλύτερα τον άγνωστο κόσμο της θάλασσας, μόλις την δεκαετία του ’70, από τα ντοκιμαντέρ του Κουστώ. Ήθελα λοιπόν μία χθόνια θεά δράκαινα και έτσι διάλεξα την Τιαμάτ. Άσε που ο αγαθός Απσού σε κάνει να θέλεις να προσφέρεις χαρτομάντηλο και να πεις «γείτσες» όταν συστήνεται. Βρήκα το όνομα της συζύγου του πολύ πιασάρικο, γι’ αυτό και το χρησιμοποίησα.

Έχετε σκεφτεί να γράψετε για μυθικά πλάσματα σε κάποια αρχαιότερη εποχή, π.χ. στον Μεσαίωνα ή στην αρχαία Ελλάδα;

Η αλήθεια είναι πως μου έχει περάσει από το μυαλό, δεν είναι όμως αυτό που νομίζετε. Για ‘μένα η αρχαιότητα δεν είναι ένα πράσινο λιβάδι όπου πετούν τροφαντοί ερωτιδείς και χορεύουν νύμφες, όπως θα το παρουσίαζε η Disney. Εγώ βλέπω εκεί τον άνθρωπο σε πλήρη άγνοια για τα πάντα γύρω του. Δεν γνωρίζει τι είναι τα αστέρια. Φοβάται ότι ο ήλιος κάποια μέρα δεν θα ανατείλει ξανά. Ότι τα αγρίμια θα τον σκοτώσουν. Φοβάται τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της οποίας νιώθει ευάλωτος και απροστάτευτος. Είναι δεισιδαίμων και τρομοκρατημένος. Φτάνει να θεοποιεί τα πάντα για να τα ερμηνεύσει: την αστραπή, τη βροχή, τον ήλιο, τη σελήνη, τη φωτιά, το κάρπισμα της γης. Τα μυθικά πλάσματα στα δικά μου μάτια δεν είναι χαριτωμένες φιγούρες αλλά σκοτεινές οντότητες, γεμάτες φόβο και άγνοια. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν φυσικά και για τον μεσαίωνα. Πίσω από κάθε φιγούρα ενός αστραφτερού ιππότη, υπάρχουν οι εξαθλιωμένοι, στα όρια της ασιτίας δουλοπάροικοι, για τους οποίους κανείς δεν μιλά στα «μεσαιωνικά» μυθιστορήματα κάθε είδους. Οι άνθρωποι που χρησιμεύουν μόνο για να γεμίζουν τις αποθήκες του μονάρχη και που είναι «τροφή για τα κανόνια» σε καιρό πολέμου. Αυτές οι εποχές είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, τυφλό σημείο στο διαυγές οπτικό μας πεδίο. Πολλά έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται, αμφιβάλω όμως για το κατά πόσο έχουν στ’ αλήθεια κάποια επαφή με την πραγματικότητα. Πολλοί καταφεύγουν αφελώς σε δάνεια από τη «μυθολογία», όπως είπα όμως και πιο πάνω, αυτή δεν είναι άλλη από την αρχαία θρησκεία του τόπου μας, που μόνο ειδυλλιακή δεν ήταν.

Έχετε πει πως η πλοκή του Tiamat πήγαινε σε άλλη κατεύθυνση, έως ότου «οι χαρακτήρες διάλεξαν τον δικό τους δρόμο». Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια πάνω σε αυτό;

Ναι, έχω ομολογήσει πως εγώ αλλού ήθελα να το πάω το μυθιστόρημα, οι ήρωες όμως άρχισαν να αυτονομούνται και να «κάνουν τα δικά τους» στην πορεία. Αν ήταν λοιπόν στο χέρι μου, η ιστορία θα τελείωνε με την εξόντωση του κτήνους. Θα ήταν περισσότερο μία αλληγορία για την περίοδο της οικονομικής κρίσης, οι χαρακτήρες όμως, απέκτησαν δική τους ζωή στην πορεία και τράβηξαν σε άλλα μονοπάτια από εκείνα που εγώ τους ετοίμαζα. Να εξηγηθώ όμως, προτού αρχίσω να φαντάζω διχασμένη προσωπικότητα: Ο συγγραφέας γράφοντας, κατανοεί, αργά ή γρήγορα, πως ΌΛΟΙ οι χαρακτήρες είναι ο ίδιος. Μπορεί να έχει δανειστεί τα χαρακτηριστικά τους από φίλους, γνωστούς, αγνώστους, περαστικούς, κινούνται όμως όπως εκείνος τους βάζει να κινηθούν. Μιλάνε όπως εκείνος το ορίζει. Το να «ξεφύγει» κάποιος χαρακτήρας, δεν σημαίνει ότι σπάει τον δεσμό που τον ενώνει με τον συγγραφέα, απλά αρχίζει να αντλεί ζωή από άλλα επίπεδα της ύπαρξης του συγγραφέα, από εκείνα που, ίσως, εκείνος δεν ήθελε αρχικά να φανερώσει στον αναγνώστη. Βλέπετε, όλοι μας έχουμε τα υλικά του αγίου μέσα μας, όπως και εκείνα του δολοφόνου. Φυσικά δεν τα έχουμε όλα στη βιτρίνα. Πολλά από αυτά βρίσκονται σε σκοτεινά αμπάρια και σκονισμένες αποθήκες. Αθέατα αλλά 100% υπαρκτά. Από εκεί αντλούν οι ήρωες όταν παίρνουν το πάνω χέρι. Για να δώσω ένα παράδειγμα, ενοχλήθηκα πολύ με τη δημιουργία του Γκούντερ. Με ανάγκασε να έρθω σε επαφή με στοιχεία μου που δεν τα συμπαθώ ιδιαιτέρως, βοήθησαν όμως, παρά τη δική μου εμπάθεια, να δημιουργηθεί αυτός ο αντιπαθής χαρακτήρας που κινεί τα νήματα στην Τιαμάτ. Παρ’ όλο λοιπόν που δεν συμφωνούσα πάντα με τις επιλογές των ηρώων, τους ακολουθούσα και κατέγραφα τις κινήσεις τους, γνωρίζοντας κατά βάθος πως εκείνοι τελικά γνώριζαν καλύτερα από εμένα τι να κάνουν ανά πάσα στιγμή. Κάπως έτσι γεννήθηκε τελικά η Τιαμάτ, στη μορφή που την έχετε στα χέρια σας.

Σας αρέσει να διανθίζετε τις ιστορίες σας με συμβολισμούς; Στο Tiamat παρατηρούμε ουκ ολίγους…

Ολόκληρο το ανθρώπινο είδος αρέσκεται σε συμβολισμούς, από καταβολής κόσμου και εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Σε μερικές μέρες θα γιορτάσουμε την Ανάσταση, που (τυχαία;) συμπίπτει με την ανάσταση της φύσης την άνοιξη και το μεγάλωμα της μέρας, με επικράτηση του φωτός κατά ένα λεπτό τη μέρα. Παλαιότερα, το ίδιο ακριβώς γιορταζόταν με την επιστροφή της Περσεφόνης στον επάνω κόσμο. Ο πάσχοντας νέος θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται, πεθαίνει καρφωμένος σε έναν ξύλινο σταυρό, αιμορραγώντας από το δεξί του πλευρό. Παλαιότερα ήταν ο Προμηθέας που λάμβανε την ίδια τιμωρία για χάρη των ανθρώπων. Ο ήλιος (με τη μορφή του Σαμψών) έχανε τη δύναμή του, τις ακτίδες του (τα μαλλιά του) και σκλαβωνόταν. Ο καιρός όμως περνούσε, ο ήλιος δυνάμωνε ξανά και κατατρόπωνε τους εχθρούς του (το σκοτάδι). Όλες οι ιστορίες που έχει γράψει ο άνθρωπος για την αιώνια πάλη του καλού με το κακό, δεν είναι παρά ένας συνεχής συμβολισμός της αέναης «μάχης» που δίνει το φως με το σκοτάδι στη φύση. Πάντα το σκοτάδι δείχνει να κυριαρχεί και πάντα ηττάται από το φως που επιστρέφει να ξυπνήσει την κοιμισμένη από τον χειμώνα γη. Βλέπετε, κάπου βαθιά μέσα μας υπάρχει ακόμη ένα ψήγμα εκείνου του δεισιδαίμονα πρωτόγονου που φοβάται πως ο ήλιος δεν θα επιστρέψει ένα πρωί και πως θα τον αφήσει έρμαιο στο αρχέγονο σκοτάδι που τόσο τον φοβίζει. Οι συμβολισμοί, όσο μικροί ή μεγάλοι και αν είναι, πάντα μας φέρνουν σε επαφή με ένα καλά κρυμμένο κομμάτι της ύπαρξής μας. Εννοείται πως τους λατρεύω και τους τιμώ σε κάθε ευκαιρία που μου δίνεται.

Διαβάζοντας κανείς το Tiamat παρατηρεί αρκετές πιθανές ομοιότητες του αφηγητή με εσάς. Τα βάλατε επί σκοπώ; Είστε κι εσείς τόσο καλός στα άπερκατ; 

Το άπερκατ είναι ένα χτύπημα που σπάνια πετυχαίνει. Χρειάζεται κοντινή απόσταση και σωστή κλίση και πάλι, εννιά φορές στις δέκα, αυτός που το επιχειρεί απλά χτυπάει τον αέρα και γίνεται ρεζίλι. Από την άλλη, αν πετύχει, είναι ένα χτύπημα που τελειώνει στη στιγμή τον όποιο καυγά. Ο αντίπαλος σπάνια είναι σε θέση να συνεχίσει μετά από αυτό. Είναι όμως και ένα ύπουλο χτύπημα. Έχω ασχοληθεί χρόνια με πολεμικές τέχνες και σπάνια έχω δει να πετυχαίνει η εν λόγω γροθιά. Όσο για τον εαυτό μου, είμαι περισσότερο του ντιρέκτ και του κροσέ, παρά του άπερκατ. Παρ’ όλα αυτά, ήθελα έναν ήρωα να μπορεί να βάζει στη θέση τους τους απανταχού νταήδες και ένας τύπος που χρησιμοποιεί αυτό το τόσο δύσκολο χτύπημα πάντα με επιτυχία, είναι άξιος θαυμασμού. Κατά βάθος ήθελα να ξεφύγω από το συγγραφικό στερεότυπο που μας έχει πουλήσει το Χόλυγουντ: εγωπαθής συγγραφέας, επιρρεπής σε κάθε εθισμό και σχεδόν μόνιμα αλκοολικός. Μια λοιπόν που στην Ελλάδα οι συγγραφείς δεν πληρώνονται όπως οι Αμερικάνοι συνάδελφοί τους, θεώρησα σκόπιμο να αποκλίνουν και σε άλλα στοιχεία. Ήθελα έναν ήρωα μοναχικό μεν (μην ξεχνάμε τις μοναχικές παρτίδες σκάκι που στήνει) αλλά μάχιμο και με καθαρό μυαλό. Έτσι γεννήθηκε ο κεντρικός ήρωας της Τιαμάτ. Σίγουρα διαθέτει πολλά μου χαρακτηριστικά, είναι όμως εντελώς διαφορετικός.

Στη συλλογή διηγημάτων Το Στόμα του Διαβόλου πέντε από τις εννιά ιστορίες αφορά άμεσα ή έμμεσα χαρακτήρες παιδικής ηλικίας. Πώς μπορεί ένας ενήλικας να πιάσει τόσο καλά την παιδική ψυχολογία και τους παιδικούς φόβους; 

Κατ’ αρχήν αυτό το καταφέρνω ενθυμούμενος τους δικούς μου παιδικούς φόβους. Μου είναι αδύνατο να μεταδώσω τρόμο αν πρώτα ο ίδιος δεν έχω τρομοκρατηθεί αρκετά. Πολλές φορές, την εποχή που έγραφα τις ιστορίες που απαρτίζουν Το στόμα του διαβόλου, κοιμόμουν τα βράδια με τα φώτα αναμμένα. Τόσο έμπαινα στο πετσί των ηρώων. Από την άλλη, θέλω να σας αποκαλύψω ένα μικρό τρικ για τον τρόμο: Στις περισσότερες ταινίες, στα περισσότερα κείμενα του είδους, οι πρωταγωνιστές είναι παιδιά. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα παιδί δεν έχει χτίσει μέσα του αρκετές άμυνες σε σχέση με τους μεταφυσικούς του φόβους. Ένας ενήλικος στη θέση του θα είχε βρει καταφύγιο στην κοινή λογική, ένα παιδί όμως δεν το έχει ακόμη ολοκληρωμένο μέσα του αυτό το καταφύγιο. Είναι περισσότερο απροστάτευτο και ο αναγνώστης πάντα ταυτίζεται περισσότερο με ένα παιδί που κινδυνεύει, μια που η ηλικία του πρωταγωνιστή τον οδηγεί πίσω στη δική του παιδική ηλικία. Αν τώρα και το «σκιάχτρο» που αντιμετωπίζει ο ήρωας μοιάζει, έστω και λίγο με εκείνο που αντιμετώπιζε ο αναγνώστης στη δεδομένη ηλικία, τότε έχουμε έναν δεσμό που δύσκολα θα σπάσει, και έναν αναγνώστη που θα ακολουθήσει την ιστορία με κομμένη την ανάσα, λόγω της ταύτισης.

Στη δεύτερη έκδοση της συλλογής απουσιάζει το διήγημα Νύχτα Τρόμου;

Το διήγημα Νύχτα τρόμου, αν και είναι ένα από τα αγαπημένα μου, θεωρήθηκε, στις κριτικές που γράφτηκαν για την πρώτη έκδοση του Στόματος του διαβόλου, ο πιο αδύναμος κρίκος των ιστοριών της συλλογής. Έτσι, θεώρησα σκόπιμο να λείψει από την επανέκδοση. Ίσως το συναντήσουμε στο μέλλον, κάπου αλλού.

Το διήγημα Το Τέρας, λόγω του μυστικού του χωριού και της προέλευσης των κατοίκων του από τη Μικρά Ασία, φέρνει συνειρμούς από τον Θεό Κονάνο του Φώτη Κόντογλου. Μπορούμε να το θεωρήσουμε άτυπη συνέχειά του; 

Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει καθόλου Κόντογλου, ως εκ τούτου, δεν είμαι σε θέση να απαντήσω στην ερώτηση, μια που αγνοώ το κείμενο που αναφέρει, αλλά και το περιεχόμενό του. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, κάθε πιθανή ομοιότητα είναι εντελώς συμπωματική.

Γιατί πιστεύετε πως οι αναγνώστες γενικά προτιμούν ένα μυθιστόρημα από μία συλλογή διηγημάτων; Δεν είναι αυτό μία αντίφαση ως προς τον σύγχρονο τρόπο ζωής με τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο;

Πολύ μεγάλη αντίφαση κατά τη γνώμη μου. Η «μόδα» αυτή γεννήθηκε τη δεκαετία του ’90, που αλλού; Στην Αμερική. Ξαφνικά σταμάτησαν να εκδίδονται συλλογές διηγημάτων (που μέχρι τότε έχαιραν μεγάλης εκτίμησης) και όλα τα μυθιστορήματα που κυκλοφορούσαν όφειλαν να μοιάζουν σε μέγεθος με τσιμεντόλιθους. Αυτό όχι μόνο ήταν ολέθριο για τα διηγήματα, αλλά και για τα μυθιστορήματα των 200-300 σελίδων που φάνταζαν ξαφνικά σαν φυλλάδια μπροστά στο μέγεθος των νέων που κατέκλυζαν την αγορά. Εγώ που πάντα συνήθιζα να εναλλάσσω τα μυθιστορήματα με συλλογές διηγημάτων καθώς και πολλοί άλλοι που γνώριζα, φάνηκε να ορφανεύουμε. Υπάρχουν στιγμές που χρειάζεσαι τη μικρή φόρμα του διηγήματος. Λόγω έλλειψης χρόνου, ή απλά για γούστο βρε αδερφέ. Για να έχεις τη χαρά να διαβάσεις μία μικρή ιστορία. Φτάσαμε πια στην εποχή που το διήγημα είναι το πρώτο που ζητείται από τον συγγραφέα ως δείγμα γραφής, κανείς όμως δεν τολμά να το εκδώσει. Αυτή δε η στροφή στα ογκώδη μυθιστορήματα δημιούργησε ένα ακόμη πρόβλημα. Πολλοί συγγραφείς, αλλά και εκδότες, προκειμένου να παραδώσουν στο κοινό ακόμη έναν τσιμεντόλιθο, δούλεψαν σε βάρος της οικονομίας λόγου, που κάποτε ήταν απαραίτητη. Έφτασαν να γεμίζουν σελίδες επί σελίδων δίχως κανέναν λόγο, παρά μόνο για να μεγαλώσει αρκετά το έργο. Με κουράζει αυτή η όλο και συχνότερη ασημαντολογία και ζω για την εποχή που το διήγημα θα λάβει ξανά τη θέση που του αξίζει.

Ποιες οι προκλήσεις για έναν συγγραφέα για να περάσει από τα διηγήματα στο μυθιστόρημα;

Το μυθιστόρημα έχει κάποιες επιπλέον απαιτήσεις, για όσους όμως γράφουν καιρό, έστω και μόνο μικρά διηγήματα, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Όσοι γράφουν γνωρίζουν ότι και ένα μικρό διήγημα, χρειάζεται αρκετό χρόνο ώστε να γραφτεί και να διορθωθεί σωστά ώστε να ταξιδέψει σε ξένα μάτια. Το μυθιστόρημα χρειάζεται πολλαπλάσιο αυτόν τον χρόνο, αλλά δεν είναι και τίποτα φοβερό για τον γνώστη. Στη μικρή φόρμα, διηγείσαι μία ιστορία τη φορά. Στη μεγαλύτερη διηγείσαι πολλές μικρές ιστορίες που τις ενώνεις. Γράφοντας πολλές μικρές ιστορίες με τον ίδιο ήρωα, έχει κανείς αποκτήσει (δίχως συχνά να το καταλάβει) την πρώτη ύλη για ένα μυθιστόρημα.

Θα είχε μέλλον στη σύγχρονη Ελλάδα ένα εγχείρημα αντίστοιχο με αυτό των ανθολογιών από τις Εκδόσεις Ωρόρα;

Δεν το νομίζω. Οι εκδόσεις Ωρόρα γεννήθηκαν σε μία εποχή που η πληροφορία μεταδιδόταν αργά και υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να χωνευτεί. Μιλάμε για εποχές που λιώναμε ακούγοντας ξανά και ξανά το ίδιο βινίλιο, που περιμέναμε με αγωνία μία καινούρια ταινία και που ξέραμε πως έπρεπε να την προσέξουμε πολύ, γιατί μετά δεν θα τη βρίσκαμε ξανά πουθενά. Υπήρξε, βλέπετε, εποχή που ακόμη και η χρήση του βίντεο ήταν περιορισμένη. Όσο για τα βιβλία, είχαν κι αυτά τον χρόνο και τον χώρο τους. Όλα τότε είχαν μία ιδιαίτερη σημασία και αίγλη. Τώρα, έχουμε καταιγισμό πληροφορίας, καταιγισμό ταινιών, καταιγισμό από νέους, συνεχώς αυξανόμενους σε αριθμό, τίτλους βιβλίων. Μία απόπειρα σαν την Ωρόρα θα ήταν μάλλον καταδικασμένη. Νομίζω, παρ’ όλα αυτά, πως υπήρξε μία μικρή απόπειρα από την Terra Nova αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 2000. Βγήκαν και τότε μερικές άξιες λόγου συλλογές, η εποχή είχε όμως περάσει και το εγχείρημα δεν άντεξε. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που πρόλαβα να τα ζήσω όλα εκείνα προτού χρειαστεί να έρθω αντιμέτωπος με το σημερινό χωνευτήρι που επικρατεί σε όλους τους τομείς.

Η ώρα του διλήμματος: Stephen King ή H.P. Lovecraft;

Πολύ δύσκολο το δίλημμα! Είναι σα να με ρωτάτε αν αγαπώ περισσότερο το δεξί ή το αριστερό μου χέρι. Και οι δύο αυτοί κύριοι με έχουν κρατήσει απ’ το χέρι και έχουμε περπατήσει μαζί σε απίστευτους κόσμους. Παρ’ όλα αυτά, ο Βασιλιάς συχνά κατάφερε να με φοβίσει περισσότερο από τον Προπάτορα, οπότε και θα διαλέξω εκείνον, μια που αυτό ζητούσα όταν κατέφευγα στα έργα τους. Τον Κίνγκ λοιπόν!

Φίλες και φίλοι, μείνετε συντονισμένοι στην Κοιλάδα της Γνώσης για περισσότερες συνεντεύξεις και άρθρα για βιβλία…

  • Ακολουθήστε μας στο Facebook εδώ
  • Γραφτείτε στην ομάδα μας Φίλοι Ιστορικού Μυθιστορήματος στο Facebook εδώ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.