Σμύρνη, Κύπρος, Πόντος. Τρεις τοποθεσίες που έχουν καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως τα θέατρα των σημαντικότερων τραγωδιών τού Ελληνισμού στον 20ο αιώνα. Είναι όμως οι μόνες; Όπως έρχεται το βιβλίο τού Θοδωρή Δεύτου να μας θυμίσει, όχι. Δυστυχώς, μία ακόμα τέτοια τοποθεσία είναι και η Βόρεια Ήπειρος.
9 Νοεμβρίου 1989. Το Τείχος τού Βερολίνου, που χώριζε την Δυτική Γερμανία από την Ανατολική επί δεκαετίες καταρρέει και χιλιάδες Ανατολικογερμανοί περνούν τρέχοντας απέναντι. Ο Οδυσσέας Ντάικος, ένας εξηντάρης Έλληνας βλέπει εκστασιασμένος τα κοσμοϊστορικά γεγονότα από την τηλεόραση στο σπίτι του στην Νέα Υόρκη. Βρίσκεται στην Αμερική από την δεκαετία τού 60, όχι από επιλογή του. Ο Οδυσσέας είναι από το χωριό Πολύτσανη τής Βόρειας Ηπείρου, μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ζώντας καθημερινά την απάνθρωπη καταπίεση τού δικτατορικού καθεστώτος, αποφάσισε το 1955 να δραπετεύσει προς την Ελλάδα με κίνδυνο τής ίδιας του την ζωής καθώς το καθεστώς κρατούσε τα σύνορα κλειστά. Παρότι τα κατάφερε, και έφτιαξε και μάλιστα την ζωή του στην Αμερική, ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του και την οικογένειά του, με την οποία δεν έχει επικοινωνήσει ούτε μια φορά μετά την φυγή του. Έτσι, η πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου γεμίζει τον Οδυσσέα ελπίδα ότι θα μπορέσει επιτέλους να δει τους δικούς του ανθρώπους. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, παίρνει τηλέφωνο τον ταξιδιωτικό του πράκτορα και σε λίγες ώρες βρίσκεται στην πτήση τής Ολυμπιακής για την Αθήνα. Και τότε, μέσα από μία καλοσμιλεμένη ιστορία, ξετυλίγονται τα κουβάρια τού παρελθόντος τόσο τού Οδυσσέα, όσο και των μελών τής οικογένειάς του. Γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βρουν την λύτρωση…
Μετά από βιβλία όπως Σμύρνη, συγγνώμη και Τραπεζούντα, το διαμάντι τής Ανατολής, ο Θοδωρής Δεύτος έχει μάθει πώς να γράψει για την νοσταλγία, τον πόνο (άλγος) δηλαδή που προξενεί στον άνθρωπο η λαχτάρα τής επιστροφής στην πατρίδα του (νόστος). Και το κάνει με έναν στρωτό και ρέοντα λόγο, χωρίς βαρετές μακροσκελείς περιγραφές, σε αντίθεση δυστυχώς με αυτό που συναντά κανείς στην εγχώρια λογοτεχνία τής νοσταλγίας (η οποία στην Ελλάδα αποτελεί ουσιασικά ξεχωριστό υποείδος τού ιστορικού μυθιστορήματος με τόσο πολλά σχετικά βιβλία που έχουν εκδοθεί). Αλλά και η πλοκή είναι καλοδουλεμένη, καθώς παρότι πολλοί άνθρωποι αφηγούνται το παρελθόν τους δεν προκύπτουν ούτε επαναλήψεις ούτε λογικές ανακολουθίες. Ο Δεύτος κάνει επίσης εξαίσια δουλειά στο να φωτίσει τα, άγνωστα λίγο-πολύ στο ευρύ κοινό, προβλήματα τής Ελληνικής μειονότητας στην Βόρεια Ήπειρο και τα όσα πέρασε στον 20ο αιώνα. Εξαιρετικές πινελιές στο βιβλίο αποτελούν οι αναφορές τού συγγραφέα σε βαθιά προσωπικές και συγκινητικές στιγμές των χαρακτήρων, όπως οι εβδομαδιαίες επισκέψεις τού Οδυσσέα σε ένα μαγαζί στην Νέα Υόρκη για να ακούει το κλαρίνο τού Ηπειρώτη μουσικού Πετρολούκα Χαλκιά (αληθινό πρόσωπο) ώστε να μην ξεχάσει — όπως λέει ο ίδιος — ότι είναι Έλληνας…
Εν κατακλείδι, το Πέρασμα Αντίκρυ είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο για μία σκοτεινή περίοδο τής νεοελληνικής ιστορίας. Αξίζει να το διαβάσετε. Ευχαριστώ πολύ τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος που μου προμήθευσαν το βιβλίο.