Φίλες και φίλοι, καλώς ορίσατε στη δέκατη τρίτη συνέντευξη στην Κοιλάδα της Γνώσης! Σήμερα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε τον Δημήτριο Δελαρούδη, αυτή τη φορά για το βιβλίο «Ο Στοιχειωτής», ένα μυθιστόρημα φαντασίας στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, και όχι μόνο! Προγενέστερη συνέντευξη του συγγραφέα στο ιστολόγιό μας μπορείτε να βρείτε εδώ, άρθρο μας για τον «Στοιχειωτή» εδώ και άρθρο μας για την συλλογή διηγημάτων «Ζωντανός Πυρσός» εδώ!
Στο νέο σας βιβλίο, το μυθιστόρημα «O Στοιχειωτής», αναφέρετε επιρροές από τους Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, Κλαρκ Άστον Σμιθ και Φριτς Λάιμπερ. Τι πήρατε από τον καθένα;
Θεωρώ τους προαναφερθέντες συγγραφείς, κυρίως τον Λάβκραφτ και τον Σμιθ, λογοτεχνικούς μου πατέρες, μαζί με τους Χ.Λ. Μπόρχες και Ρέι Μπράντμπερι. Παππούδες μου είναι ο Πόε και ο Βερν. Δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω τι ακριβώς έχω πάρει από τον καθένα, εφόσον κουβαλώ τα γραπτά τους –και τις αισθήσεις που έχω αποκομίσει διαβάζοντάς τους–, πάντα στην ψυχή και το μυαλό μου. Τώρα, σε ότι αφορά τον Στοιχειωτή, δανείστηκα το ύφος της επιστολογραφίας ανάμεσα στον Λάβκραφτ και τον Σμιθ, ενώ άντλησα έμπνευση από το μυθιστόρημα «Η Κυρά του Σκοταδιού» του Φ. Λάιμπερ.
Κεντρικό ρόλο στον «Στοιχειωτή» παίζει η μεγαλοπολεομαντεία. Πώς σας προέκυψε η συγκεκριμένη θεματική και τι σχετική έρευνα κάνατε;
Η θεματική προέκυψε διαβάζοντας αρχικά το βιβλίο «Megapolisomancy: Τα μυστήρια των Πόλεων» του Παντελή Γιαννουλάκη (πρώτη έκδοση «Αρχέτυπο», 2002, και επανέκδοση «Αόρατο Κολέγιο», 2018), το οποίο θεωρώ ως ένα από τα πιο πρωτότυπα βιβλία φαντασίας στα ελληνικά εκδοτικά πεπραγμένα, λόγω της θεματολογίας του και της μετα-λογοτεχνικής του προσέγγισης. Το βιβλίο του Γιαννουλάκη ήταν εκείνο που με ώθησε να διαβάσω την Κυρά του Σκοταδιού του Φριτς Λάιμπερ και τότε άρχισαν όλα. Κατά κάποιο τρόπο, ήμουν ένας «μεγαπολεομάντης» από την εφηβεία μου. Όταν περιπλανιόμουν άσκοπα σε διαφορετικές περιοχές μιας πόλης και διέσχιζα συγκεκριμένα σημεία και δρόμους, διαισθανόμουν πράγματα που δεν μπορούσα να περιγράψω με σαφήνεια. Επρόκειτο για παράξενα, γοητευτικά και άκρως ποιητικά συναισθήματα. Αργότερα κατανόησα ότι όλα εκείνα που ένιωθα σχετίζονταν με τον εγρηγορό (ή σκεπτομορφή, κατά άλλους) της κάθε περιοχής. Όταν αποφάσισα να γράψω την ιστορία του Στοιχειωτή, την άνοιξη του 2018, άρχισα να περιηγούμαι τις νύχτες στα στενά της Θεσσαλονίκης, επιλέγοντας κάθε φορά άγνωστες περιοχές, έχοντας ως κίνητρο να φωτογραφίσω με το κινητό ό,τι μου φαινόταν αρκετά παράξενο. Έτσι προέκυψε το ιδιόμορφο χόμπι της κεντρικής μου ηρωίδας: κυνηγός γκράφιτι. Έκανα επίσης βιβλιογραφική και διαδικτυακή έρευνα σχετικά με τα γκράφιτι, την ιστορία της Θεσσαλονίκης, τη γιόγκα, τους Ασσύριους, αλλά και πολλές ερωτήσεις σε διάφορους χημικούς για να καταφέρω να κατασκευάσω (συγγραφικά) την περιβόητη χρωστική ουσία που αναφέρεται στο βιβλίο.
Έχετε αναφέρει πως είχατε δύο εξαιρετικούς λογοτεχνικούς επιμελητές, την Αργυρώ Χαρίτου και τον Αντώνη Αντωνιάδη. Πώς οργανώσατε τη μεταξύ σας αλληλεπίδραση;
Με πολύ απλό τρόπο. Έστειλα ταυτόχρονα το ίδιο ηλεκτρονικό αρχείο στον Αντωνιάδη και την Χαρίτου και ο καθένας το επέστρεψε με τις παρατηρήσεις και τις διορθώσεις του. Αφού δούλεψα πρώτα στην έκδοση της Χαρίτου, και έκανα τις διορθώσεις σε όσα συμφωνούσα ότι έπρεπε να αλλάξουν, εφάρμοσα στο ίδιο αρχείο τις παρατηρήσεις και του Αντωνιάδη. Όταν κατέληξα σε ένα δεύτερο draft, τους το έστειλα ξανά, πανομοιότυπο, για να το ελέγξουν εκ νέου και να μου στείλουν νέες διορθώσεις. Χρονοβόρα διαδικασία, που διήρκησε σχεδόν ένα έτος, αλλά πιστεύω ότι άξιζε και με το παραπάνω.
Πώς και επιλέξατε την ανάπτυξη της ιστορίας σε μυθιστόρημα αντί για το προσφιλές σε εσάς διήγημα;
Η αλήθεια είναι ότι θεωρώ τον εαυτό μου διηγηματογράφο. Βέβαια, ο Στοιχειωτής δεν είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα, αλλά το δεύτερο. Το πρώτο, γράφτηκε το 1998, βρίσκεται ακόμη στο (ηλεκτρονικό) συρτάρι μου και περιμένει να το αποσυναρμολογήσω και να το ξαναχτίσω από την αρχή. Θα απαντήσω στην ερώτησή σας, αναφέροντας πως η έκταση ενός κειμένου είναι ανάλογη με τον αριθμό των ιδεών που περιλαμβάνει μια ιστορία. Ο Στοιχειωτής είναι ένα περίπλοκο ανάγνωσμα, με έξι κεντρικούς χαρακτήρες, που κάποιοι από αυτούς μάλιστα, δεν θα συναντηθούν ποτέ μέσα στο βιβλίο. Πιστεύω ότι αν περιόριζα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε 12.000 λέξεις (ενδεικτικό νούμερο ενός μεγάλου διηγήματος) θα ήταν μια άσκοπη θυσία ιδεών και το αποτέλεσμα θα ήταν αποτυχημένο.
Ο «Στοιχειωτής» διαδραματίζεται στην πόλη σας, τη Θεσσαλονίκη. Τι άλλο έχει, πέραν της καταγωγής, που την έκανε ιδανική για το βιβλίο;
Μα φυσικά το γεγονός ότι την θεωρώ την πιο στοιχειωμένη πόλη του κόσμου. Είναι μια πόλη φαντασμάτων. Μια πόλη αιματοβαμμένη σε κάθε περίοδο της ιστορίας. Ξεκινώντας από τον 6ο αιώνα π.Χ., η περιοχή κατοικούνταν από φύλα όπως οι Φρύγες, οι Παίονες, οι Μύγδονες, οι Θράκες και οι Έλληνες. Το διάστημα 510 π.Χ.- 480 π.Χ. η περιοχή είχε υποταγεί στους Πέρσες. Κατοικήθηκε από Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους και Γαλάτες. Μετά την ίδρυσή της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ., κατέφθασαν οι Ρωμαίοι που την είχαν υπό κατοχή, συν τις επιδρομές από τους Γότθους… Έπειτα, έρχεται το Βυζάντιο, κατά τη διάρκεια του οποίου έχουμε επιδρομές Σλάβων, Αβάρων, Περσών, Δραγουβιτών, Σαγουδιτών και Βερζιτών. Τι να πούμε έπειτα; Για τους Νορμανδούς ή τους την Οθωμανική κατοχή; Φανταστείτε ότι μεταξύ 1520 και 1530 η πόλη είχε 2645 εβραϊκές οικογένειες, 1229 οθωμανικές και 989 χριστιανικές. Έπειτα έχουμε την Ελληνική Επανάσταση, τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Νεότουρκους, την Μικρασιατική καταστροφή, που εξαιτίας της η πόλη γέμισε με πρόσφυγες και όχι μόνο Έλληνες. Τι να θυμηθούμε ακόμη; Την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, τον μεσοπόλεμο, την γερμανική κατοχή, τον σεισμό 1978; Αίμα και αρχαία φαντάσματα που ξεπετάγονται από τα βυζαντινά τείχη, τους γνωστούς (και άγνωστους) ρωμαϊκούς και ελληνικούς ναούς, τις εκκλησίες, τις συναγωγές, τους τεκέδες, τα τζαμιά, τις κατακόμβες, τον ιππόδρομο, την αρχαία ρωμαϊκή αγορά. Στο βιβλίο μου, το αρχαίο κακό αναβλύζει μέσω των αρχαίων μνημείων. Οπότε καταλαβαίνετε πόσο βολικό λογοτεχνικό φόντο αποτελεί αυτή η πόλη.
Έχετε… «νεκραναστήσει» αρκετούς συγγραφείς μέχρι τώρα, μπαίνοντας στους κόσμους τους και στις φιλοσοφίες τους και γράφοντας δικές σας ιστορίες: Μπόρχες («Ο Ιός της Βαβέλ»), Τσέιμπερς («Ζωντανός Πυρσός» και «Ο Κάτοικος του Κίτρινου Ρόμβου») και Λάβκραφτ, Λάιμπερ και Σμιθ («Ο Στοιχειωτής»). Να αναμένουμε ότι το φτυάρι σας θα σκάψει και ελληνικούς τάφους;
Χα, χα… Θα σας αποκαλύψω ότι αυτές τις μέρες δουλεύω κάπου κοντά στον τάφο του Ομήρου.
Θα επιθυμούσατε να κάνει κάποιος συγγραφέας το ίδιο με δικές σας ιστορίες στο μέλλον;
Αυτό θα ήταν πολύ τιμητικό γιατί προϋποθέτει αυθεντική και εντελώς πρωτότυπη μυθοπλασία από μέρους μου.
Από την παρέα των Λαβκραφτικών, πάντως, έχετε αφήσει παραπονεμένο τον Ρόμπερτ Χάουαρντ, πατέρα του Κόναν του Βάρβαρου αλλά και συγγραφέα πλήθους ιστοριών κοσμικού τρόμου…
Σέβομαι τον Χάουαρντ και τους κόσμους που έχει πλάσει, αλλά μέχρι εκεί. Έχω ψυχαγωγηθεί στο παρελθόν διαβάζοντάς τον, αλλά η ηρωική φαντασία δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου.
Τι άραγε συμβολίζει η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ του Μπόρχες και πώς θα μπορούσε να συνυπάρχει στο ίδιο σύμπαν με τον δικό σας, τον Ιό της Βαβέλ;
Στο διήγημα του Μπόρχες περιγράφεται μια αχανής βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ (ή είναι δυνατό να γραφούν) κάνοντας χρήση όλων των πιθανών συνδυασμών γραμμάτων και συμβόλων. Ο συνολικός αριθμός τόμων που προκύπτει είναι ασύλληπτα μεγάλος, ενώ το ίδιο το κτήριο της βιβλιοθήκης είναι δαιδαλώδες και φαινομενικά άπειρο, και δεν είναι τυχαίο που ο αφηγητής παραλληλίζει τη βιβλιοθήκη αυτή με το Σύμπαν. Για να γίνει όμως πιο κατανοητή η διαφορά του διηγήματος του Μπόρχες με το δικό μου, θα πω ότι η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ αντιπροσωπεύει τη διαστολή ενός (λεκτικού) σύμπαντος προς το άπειρο έπειτα από ένα αντίστοιχο (λεκτικό) Big Bang, ενώ ο Ιός της Βαβέλ είναι ακριβώς το αντίθετο. Αφορά την συστολή αυτού του σύμπαντος και την επιστροφή του στο Ένα, το Μηδέν και την Μία Λέξη.
Στο διήγημά σας, «Anasta[sys]», μιλάτε για ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπει την επικοινωνία με ολογράμματα σημαντικών συγγραφέων του παρελθόντος. Αυτό που τότε (2017) έμοιαζε επιστημονική φαντασία, σήμερα η τεχνολογία (βλ. ChatGPT, OpenAI κλπ) το φέρνει σχεδόν προ των πυλών. Παρακολουθείτε τις σχετικές εξελίξεις, κι αν ναι πώς σας φαίνονται;
Φυσικά και παρακολουθώ τις σχετικές εξελίξεις και δηλώνω καθημερινά εντυπωσιασμένος. Ως παιδί που ανατράφηκε με αγνή επιστημονική φαντασία σε οποιαδήποτε μορφή ήταν διαθέσιμη εκείνη την εποχή, δεν θα σταματήσω ποτέ να ενδιαφέρομαι για την τεχνολογία και τις δυνατότητες της, που θεωρώ ότι είναι άπειρες και είναι αδύνατο να τις συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης είναι τόσο γοργοί, που σχεδόν αδυνατώ να τους παρακολουθήσω και πιστεύω ότι μιλάμε για μια δεύτερη τεχνολογική έκρηξη, ισάξια σε σημαντικότητα με την ανάπτυξη του διαδικτύου. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που παίρνουν μια ακλόνητη θέση τύπου «ναι/όχι» προς τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για μια τεχνολογία που, όπως κάθε μορφή τεχνολογίας, εμπεριέχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι μια μέρα η Τ.Ν. θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο στον εργασιακό τομέα ή θα του στερήσει το δικαίωμά του να παράγει τέχνη. Βρισκόμαστε ακόμα σε ένα πρώιμο στάδιο εξέλιξης της Τ.Ν, το οποίο δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως, γιατί αδυνατούμε να δούμε το μέλλον σφαιρικά και αφ’ υψηλού. Εγώ πάντως είμαι αρκετά αισιόδοξος σε ότι αφορά το μέλλον της Τ.Ν.
Ποια βιβλία θα προτείνατε για όσους αρέσκονται σε θεματικές με υπερβολικά έξυπνες τεχνητές νοημοσύνες; Σκοπεύετε να ξαναγράψετε κάτι σχετικό;
Δεν γνωρίζω πολλά βιβλία με «υπερβολικά έξυπνες» Τ.Ν., που είμαι σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή θα κυκλοφορούν εκατοντάδες σε όλο τον κόσμο. Πέρα από το κλασσικό «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Άρθουρ Κλαρκ, όπου συναντούμε τον υπερβολικά έξυπνο υπολογιστή HAL 9000 (Heuristically programmed Algorithmic Computer 9000), αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε ήταν η νουβέλα The Lifecycle of Software Objects του αγαπημένου μου συγγραφέα Ted Chiang.
Το ξέρω ότι θα σας είναι δύσκολο αλλά πρέπει να το θέσω: Κλαρκ Άστον Σμιθ ή Χόρχε Λουίς Μπόρχες;
Τώρα ένιωσα σαν νήπιο που το ρωτούν: «Ποιον αγαπάς περισσότερο, τη μαμά ή τον μπαμπά;». Θα απαντήσω όμως Βαβελικά και θα πω: Κλόρχε Λάστον Σμόρχες!