Φίλες και φίλοι, καλώς ορίσατε στην ενδέκατη συνέντευξη στην Κοιλάδα της Γνώσης! Σήμερα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε τον Νίκο Βιτωλιώτη, αυτή τη φορά για το βιβλίο «Ψευδαίσθηση», ένα κοινωνικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα λίγο πριν την κρίση του 2008 (άρθρο μου εδώ), καθώς και για την διπλωματική του εργασία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, «Η Ελληνική Λογοτεχνία του Φανταστικού κατά την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα: επισκόπηση των εκδοτικών τάσεων και των δημιουργών» (την βρίσκετε εδώ). Άρθρο μου για το ιστορικό μυθιστόρημα «Τιμωρός: Οργή Θεού» του Βιτωλιώτη και σχετική συνέντευξη βρίσκετε εδώ και εδώ.
Θέλετε να μας πείτε μερικά από τα ευτράπελα περιστατικά του βιβλίου που όντως συνέβησαν;
Μιλάμε για την «Ψευδαίσθηση», σωστά; Γενικά, δεν έχω μεταφέρει κάτι αυτούσιο, αν και μερικά ευτράπελα σχετίζονται όντως με πραγματικά γεγονότα. Για παράδειγμα, το περιστατικό βάσει του οποίου απέκτησε το παρατσούκλι του ο «Τυροκαυτερής» μοιάζει αρκετά με κάποιο που όντως συνέβη. Όπως γίνεται αντιληπτό, χρειάζεται και μια ένεση λογοτεχνικότητας σε ανάλογα συμβάντα, ώστε να γίνουν πιο ελκυστικά για τους αναγνώστες. Χρειάζεται να τα «πειράξεις» λίγο, δηλαδή, να τους βάλεις μια πικάντικη «σάλτσα».
Όμως, για να μην αφήσω κανέναν παραπονεμένο, θα αναφέρω ένα πραγματικά ευτράπελο που μου είχε τύχει, το οποίο όμως δεν «έδεσε» με την πλοκή της «Ψευδαίσθησης» και δεν το συμπεριέλαβα. Λοιπόν, εργαζόμουν σε ένα τραπεζικό κατάστημα στον Πειραιά, το οποίο ήταν μεσοτοιχία με ένα μικροβιολογικό εργαστήριο. Ανοίγει μια μέρα η πόρτα, μπαίνει μέσα ένας ηλικιωμένος κύριος, πήγαινε δεν πήγαινε. Φτάνει κουτσά στραβά μπροστά από το ταμείο, τον καλημερίζει η κοπέλα, τον ρωτά πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, βγάζει αυτός από μια σακούλα έναν ουροσυλλέκτη και της τον αφήνει μπροστά. «Είναι ζεστά ακόμα. Το γέμισα έως πάνω, όπως μου είπαν. Για την ανάλυση». Όπως καταλαβαίνετε, μέχρι να αντιληφθεί το λάθος του, είδαμε και πάθαμε να τον πείσουμε ότι έπρεπε να μαζέψει το δείγμα και να μπει στη διπλανή πόρτα.
Διαβάζοντας το βιβλίο και τις συνθήκες εργασίας στον τραπεζικό τομέα, θέλω να σας ρωτήσω αν νιώσατε ανακούφιση όταν τον εγκαταλείψατε.
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Από ένα σημείο και μετά, τα πράγματα είχαν γίνει άσχημα. Ειδικά όσοι είχαν κάποια πιο υψηλή θέση στην ιεραρχία, ήταν αναλώσιμοι 100%. Μπορεί για τρία χρόνια να πετύχαινες τους στόχους σου, να ήσουν ένα «καλό στέλεχος» με προοπτικές και το πρώτο τρίμηνο του τέταρτου έτους να έμενες λίγο πίσω. Για το διάστημα μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα του εξαμήνου, οπότε και θα ξανάβλεπες πώς τα είχες πάει, ήσουν σε μια μόνιμη αμφισβήτηση. Και αν, ω μη γένοιτο, στο τέλος του χρόνου αποτύχαινες να καλύψεις το «budget» που σου αναλογούσε, σε πίεζαν με κάθε τρόπο και τόσο πολύ, που αισθανόσουν σχεδόν άχρηστος. Μιλάμε για πλήρη απαξίωση, πολλές φορές για κατάφωρη προσβολή προσωπικότητας. Γενικά, υπήρχε η απαίτηση να αυξάνεται το χορηγητικό και το καταθετικό χαρτοφυλάκιο περίπου κατά 30% ετησίως. Άρα, μην ψάχνουμε πολύ τι ώθησε την τραπεζική φούσκα.
Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις, σου ζητούσαν να κάνεις πράγματα, να στείλεις εμβάσματα ή να ανοίξεις λογαριασμούς, που σαφώς κινούνταν σε μια γκρίζα περιοχή, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Και ήξερες ότι εάν αρνιόσουν θα είχες συνέπειες, ενώ αν συμμορφωνόσουν και στράβωνε κάτι κι έμπλεκες, δύσκολα θα στεκόταν κάποιος από τη διοίκηση στο πλευρό σου, εξετάζοντας την ουσία, εάν, δηλαδή έφταιγες ή όχι.
Όλα αυτά, εκεί λίγο μετά από το μιλένιουμ, ήταν η καθημερινότητα. Και ειδικά μετά την κρίση, το πράμα στράβωσε τελείως. Μόνο απειλές και προσβολές και μαζί η μόνιμη επωδός «είσαι τυχερός που δουλεύεις και μάλιστα χωρίς σημαντικές απώλειες των απολαβών σου». Σχεδόν κάτι σαν «σκάσε και κολύμπα κι αν σ’ αρέσει». Οπότε ναι, φεύγοντας, αισθάνθηκα καλύτερα. Άλλωστε, πολλές φορές, όταν μίλαγα με συναδέλφους για λογοτεχνία, για ταινίες, για ταξίδια, με ρωτούσαν «μα καλά, πώς έγινες εσύ τραπεζικός;». Ε, κάπως έπρεπε να βγαίνουν τα προς το ζην, είναι και η οικογένεια πίσω, όμως μέχρι ένα σημείο.
Να περιμένουμε και αντίστοιχο βιβλίο με τις εμπειρίες σας στην Ελληνική Εφορία όταν με το καλό αφυπηρετήσετε και από εκεί;
(Γέλια) Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πολύ ψωμί κι εκεί, όπως και σε κάθε εργασιακό χώρο. Ίσως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια ελληνική βερσιόν της σειράς «The Office», σίγουρα θα έκανε μεγάλη επιτυχία.
Το βιβλίο σας καταπιάνεται με ένα φλέγον θέμα που επηρέασε όλους τους Έλληνες και συνέβη ούτε μια δεκαετία πριν. Γιατί πιστεύετε ότι δεν έχει συγκινήσει παρά ελάχιστους άλλους δημιουργούς με αποτέλεσμα να μην έχουν γραφτεί πολλά σχετικά βιβλία;
Πράγματι, αν θεωρήσουμε ως «αρχή» της κρίσης την είσοδο στο ευρώ, το 2002 και «αποκορύφωμα» αυτής το δημοψήφισμα του 2015, με την έννοια της απόφασης για την οριστική παραμονή στο κοινό νόμισμα, δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια και φυσικά, οι συνέπειες όλης αυτής της κατάστασης είναι ακόμα εμφανείς και οι μνήμες νωπές.
Μπορεί να δοθούν πολλές ερμηνείες σχετικά με το γιατί έως σήμερα η περίοδος αυτή δεν απετέλεσε αντικείμενο λογοτεχνικής αξιοποίησης. Ίσως επειδή είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί οι πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν στα γεγονότα. Μπορεί, επειδή η όλη εμπειρία ήταν άκρως επώδυνη και επειδή δεν έχει επέλθει η απαραίτητη αποστασιοποίηση, δημιουργοί και αναγνώστες μην επιθυμούν ή να μην είναι σε θέση να καταπιαστούν με το θέμα χωρίς να ξύσουν πληγές. Άλλωστε, όταν η κρίση ήταν στο αποκορύφωμά της, οι περισσότεροι υπόσχονταν ή επιθυμούσαν λύσεις, οι οποίες με έναν μαγικό τρόπο θα μας έστελναν πίσω στον χρόνο, κάπου στην Αθήνα του 2004 με το Euro και τους Ολυμπιακούς. Επιπλέον, η όποια ερμηνεία έχει σίγουρα κάποια πολιτική χροιά και η πολιτική χροιά ενέχει τον κίνδυνο κομματικής κατηγοριοποίησης ή ακόμα και στοχοποίησης. Ίσως μετά από κάποιες δεκαετίες να είναι πιο εύκολο για όλους, αναγνώστες και δημιουργούς, να ασχοληθούν με το θέμα.
Ακόμα και η παραγωγή ταινιών και σειρών για την κρίση του 2008 στην Ελλάδα είναι φτωχή, πόσω μάλλον αν εξεταστεί από την μικροαστική οπτική, όπως κάνετε εσείς στην Ψευδαίσθηση…
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, ταινίες όπως το πολύ καλό «The Big Short», εστιάζουν στο τεχνοκρατικό, ας πούμε, κομμάτι της κρίσης. Ποιες πρακτικές, δηλαδή, ακολούθησαν οι τράπεζες και οι υπόλοιποι παίκτες, αρχικά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στον υπόλοιπο κόσμο. Βομβαρδίζεται, έτσι ο θεατής με όρους όπως «subprimes», «Hedge Funds» και «CDS» και κάπου χάνεται.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί, κατά τη γνώμη μου, είναι το πώς «υποχρεώθηκαν» οι λοιποί μη ειδικοί, η μεγάλη μάζα των πολιτών, να συμμετάσχει σε αυτό το «πάρτι» και πώς στο τέλος κλήθηκαν να συμμετάσχουν στον λογαριασμό, δικαίως ή αδίκως. Και όταν λέω «μη ειδικοί» εννοώ ακόμα και κάποιους τραπεζοϋπαλλήλους ή μικροεπιχειρηματίες, οι οποίοι νόμισαν πως είχαν ανακαλύψει τη λυδία λίθο ή ότι είχαν το άγγιγμα του Μίδα. «Νόμισαν», αυτό είναι η λέξη κλειδί.
Αυτό ακριβώς επιχειρώ στην «Ψευδαίσθηση», να καταδείξω το «πνεύμα της εποχής» που είχε κυριαρχήσει στους περισσότερους, το πώς βιώσαμε όλοι το «πάρτι» που προηγήθηκε αλλά και την ανώμαλη προσγείωση που ακολούθησε, μέσα από καθημερινές ιστορίες. Πρακτικά, δεν κάνω τίποτα παραπάνω από το να βάζω σε τάξη -με λογοτεχνικό τρόπο- πράγματα γνωστά σε όλους, να τα τοποθετώ έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτό αυτό που έως σήμερα ήταν συγκεχυμένο και ομιχλώδες, για διάφορους λόγους, μαζί όμως και με κάτι άλλο, το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει από κάποιον αποστασιοποιημένο: προσπαθώ να σώσω ακέραιο το «άρωμα» μιας περιόδου την οποία έζησα έντονα από τη σκοπιά μου. Αν και τα γεγονότα, λίγο πολύ διασώζονται και μπορούν να είναι διαθέσιμα για τις ερχόμενες γενιές, το άρωμα ξεθυμαίνει με τα χρόνια, γι’ αυτό και πρέπει να διασωθεί όσο ακόμα «κρατά».
Το βιβλίο ακολουθεί εν πολλοίς το αρχαιοελληνικό σχήμα ύβρις→άτη→νέμεσις→τίσις. Μπορούμε όμως να περιμένουμε, ίσως σε ένα μελλοντικό βιβλίο, και την εξιλέωση των ηρώων;
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ήδη έτοιμο ένα ακόμα βιβλίο, στο οποίο συναντούμε κάποιους χαρακτήρες από την «Ψευδαίσθηση» και μαθαίνουμε την πορεία που ακολούθησαν, αλλά δεν θεωρώ απαραίτητη την εξιλέωση. Οι «ήρωες» δεν είναι απαραίτητο ότι συνειδητοποιούν την «ύβρι» που έχουν διαπράξει, τουλάχιστον όχι όλοι. Επίσης, δεν επέρχεται για όλους η «Νέμεσις». Για μερικούς, πάντα «φταίνε οι άλλοι», κάποιοι άλλοι καταφέρνουν από τύχη και γλυτώνουν από τα χειρότερα, ενώ είναι και λίγοι που όχι μόνο βγαίνουν αλώβητοι, αλλά κερδίζουν κιόλας.
Τι σας χαρακτηρίζει περισσότερο: το ιστορικό ή το κοινωνικό μυθιστόρημα;
Αυτό κανονικά θα πρέπει να το κρίνουν οι αναγνώστες των έργων μου. Προσωπικά, απολαμβάνω είτε να διαβάζω, είτε να γράφω και τα δύο είδη. Και για να είμαι πιο ακριβής, μου αρέσουν και άλλα είδη, όπως η Φανταστική Λογοτεχνία. Απλά, το κάθε είδος έχει διαφορετικές απαιτήσεις, κυρίως από τον δημιουργό. Για ένα ιστορικό έργο χρειάζεται συνήθως πιο εκτεταμένη έρευνα, σε σχέση με ένα ρομάντζο ή ένα κοινωνικό έργο. Επιπλέον, διαφοροποιείται σημαντικά το αναγνωστικό κοινό, ανάλογα με το κάθε είδος. Αυτό ενέχει κινδύνους για τους δημιουργούς, καθώς καλλιεργούνται προσδοκίες στους αναγνώστες, οι οποίες ενίοτε διαψεύδονται.
Για να γίνω πιο σαφής, θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα. Ο Philip K. Dick είναι γνωστός για τα έργα του στο είδος της ΕΦ. Όταν έπεσε στα χέρια μου το μυθιστόρημά του «Τριγυρίζοντας σε μικρό τόπο», ομολογώ ότι απογοητεύτηκα με αυτό που διάβασα και πιστεύω πως μέρος της απογοήτευσης οφειλόταν στο ότι ο Dick για μένα ήταν συγγραφέας ενός άλλου είδους λογοτεχνίας. Για τον λόγο αυτό, έχω καταλήξει να χρησιμοποιώ το όνομα «Χρήστος Σμυρναίος» για έργα μου τα οποία ανήκουν στον χώρο του Φανταστικού, ώστε οι αναγνώστες να γνωρίζουν εξ αρχής τι περίπου πρόκειται να διαβάσουν. Κάποια στιγμή είχα σκεφτεί ότι ίσως θα έπρεπε να εκδίδω τα ιστορικά μου μυθιστορήματα με άλλο όνομα από το «Νίκος Βιτωλιώτης», το οποίο χρησιμοποίησα όταν δημοσίευσα το πρώτο μου έργο, ένα άλλο κοινωνικό μυθιστόρημα, όμως μάλλον είναι αργά για κάτι τέτοιο.
Ποια κίνητρα σας οδήγησαν στο θέμα της διπλωματικής σας εργασίας;
Το κίνητρο είναι ένα και μοναδικό: η αγάπη μου για τη Λογοτεχνία του Φανταστικού, για όλα τα είδη και υποείδη της. Μεγάλωσα διαβάζοντας Ιούλιο Βερν και Χ. Τζ. Ουέλς, στην εφηβεία γνωρίστηκα με τον Τόλκιν, αργότερα ανακάλυψα τον Λάβκραφτ, τον Χάουαρντ και τον Σμιθ, ενώ συνέχισα και συνεχίζω με Γκίμπσον, Μάρτιν, Ρόουλινγκ και όλους αυτούς που μας ταξιδεύουν. Και επειδή η ελληνική σκηνή του Φανταστικού έχει γνωρίσει πρόσφατα άνθιση, θεώρησα ότι άξιζε μια διερεύνησή της, έστω και σε πολύ αρχικό στάδιο.
Σας δυσκόλεψε το ότι οι προηγούμενες σπουδές σας ήταν σε τελείως διαφορετικό χώρο, αυτό των οικονομικών;
Αν και οι πρώτες μου σπουδές είναι στα Οικονομικά, έχω σπουδάσει και ένα άκρως «θεωρητικό» αντικείμενο, το οποίο περιγράφεται με τον πολύ γενικό τίτλο «Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό». Ήταν μια επιλογή που έκανα σε σχετικά προχωρημένη ηλικία, μετά τα 40, επειδή το πρόγραμμα σπουδών μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Πράγματι, ήρθα σε επαφή με θεματικές ενότητες όπως Γενική Ιστορία της Ευρώπης, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, Ευρωπαϊκές Πολιτικές Ιδεολογίες στον 20ο αιώνα… Όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για ένα ευρύτατο φάσμα αντικειμένων, που εφόσον μελετηθεί σε βάθος δημιουργεί ισχυρό υπόβαθρο το οποίο είναι άκρως αξιοποιήσιμο στη Λογοτεχνία. Αντίστοιχες είναι και οι παραστάσεις μου από ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα που παρακολούθησα στη Δημιουργική Γραφή, μέσω του οποίου ήρθα σε επαφή με ακόμα περισσότερα αντικείμενα και γνωστικά πεδία.
Ποιοι οι λόγοι πίσω από την πρόσφατη εκτίναξη της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής στο φανταστικό;
Το φαινόμενο είναι σύνθετο, αλλά νομίζω ότι οι βασικοί λόγοι δεν είναι περισσότεροι από δυο τρεις. Βασικά, είναι η γνωριμία και εξοικείωση του ελληνικού (αναγνωστικού) κοινού με το Φανταστικό στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσω κινηματογραφικών διασκευών λογοτεχνικών έργων όπως «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» και ο «Χάρρυ Πόττερ», καθώς και οι τεχνολογικές εξελίξεις που επέτρεψαν την έκδοση λογοτεχνικών έργων μικρού τιράζ. Κάποια άλλα γεγονότα, όπως η ίδρυση πολλών μικρών εκδοτικών οίκων που ασχολούνται με το Φανταστικό ή η διοργάνωση φεστιβάλ και λοιπών εκδηλώσεων, είναι μάλλον αποτελέσματα παρά αιτίες.
Από πού πηγάζει η προτίμηση των ελληνικών έργων φανταστικού σε κοσμοπλασία βασισμένη στον δυτικοευρωπαϊκό μεσαίωνα αντί π.χ. στο Βυζάντιο ή στην αρχαία Ελλάδα;
Νομίζω ότι έχει να κάνει με τον φυσιολογικό θαυμασμό αρκετών εγχώριων δημιουργών απέναντι σε έργα δυτικών δημιουργών, ο οποίος οδηγεί σε μια, λίγο πολύ, ασυνείδητη μίμηση. Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει και για έλλειψη πρωτοτυπίας ή και για απομίμηση, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση. Πάντως, η ιστορία του Ελλαδικού χώρου είναι τόσο πλούσια και οι ιδέες που μπορεί κάποιος να αντλήσει είναι τόσες πολλές που είναι κρίμα, με την εξαίρεση ελαχίστων εξαιρέσεων, το εγχώριο Fantasy να είναι κατά κάποιον τρόπο δυτικότροπο.
Ακολουθεί η πλειοψηφία αυτών των έργων την πεπατημένη οδό του μεσσιανισμού, με έναν σωτήρα που θα έρθει να σώσει τον κόσμο; Βλ. Άραγκορν, Χάρι Πότερ, Ασλάν, Πολ Ατρείδης, Νίο κλπ.
Μπορεί να το πει κάποιος και έτσι. Φυσικά, αυτό έχει να κάνει και με το κλασικό μοτίβο που παρουσίασε στο πλαίσιο του φορμαλισμού ο Προπ, περί των τριάντα μία λειτουργιών που έχει ανιχνεύσει στην αφηγηματική δομή αναλύοντας περίπου εκατό ρωσικά παραμύθια. Μην ξεχνάμε ότι μέχρι πρόσφατα, η φανταστική λογοτεχνία σχεδόν ταυτιζόταν, καλώς ή κακώς, με την παιδική, άντε εφηβική λογοτεχνία. Άρα, πολλές φορές, έργα του Φανταστικού έχουν δομή παραμυθιού, όπως αυτή που ανέλυσε ο Προπ.
Γιατί το ελληνικό φανταστικό είχε μείνει μέχρι τώρα, όπως αναφέρετε στη διπλωματική, εκτός του ακαδημαϊκού χώρου;
Ας ξεκινήσουμε από τα δύσκολα. Ο ακαδημαϊκός χώρος, τουλάχιστον στην Ελλάδα και από όσο τον έχω γνωρίσει προσωπικά, σπουδάζοντας τρία διαφορετικά αντικείμενα, είναι κάτι σαν κλειστό κλαμπ. Δεν ανοίγεται εύκολα σε ομάδες ή και γνωστικά αντικείμενα τα οποία είναι εκτός των έως τώρα «στενών» ενδιαφερόντων του. Επίσης, υπάρχουν έντονοι ανταγωνισμοί και οι όποιες νέες ιδέες δύσκολα γίνονται αποδεκτές, τουλάχιστον όχι χωρίς κάποια αμφισβήτηση ή και σύγκρουση. Ας πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με την κατά Κουν έννοια του «παραδείγματος». Αυτό σημαίνει ότι, από τη στιγμή που ο λογοτεχνικός κανόνας σχετίζεται άμεσα με τον ακαδημαϊκό χώρο και αφού το τρέχον «παράδειγμα» δεν συμπεριλαμβάνει το ελληνικό Φανταστικό στη λεγόμενη «σοβαρή λογοτεχνία», θα πρέπει ίσως να αλλάξει το ίδιο το «παράδειγμα» προκειμένου να μεταβληθεί η στάση της ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στο είδος. Τώρα, το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, είναι άλλο θέμα, πάντως θα μπορούσε. Γενικά, υπάρχει μια γκρίνια περί των αποδεκτών έργων, για παράδειγμα, τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας, αν τα αναλύσει κάποιος στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών, αφορούν έργα με συγκεκριμένες θεματικές, συγκεκριμένο ύφος… Σπάνια υπάρχει κάποια διαφοροποίηση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν έργα του Φανταστικού που διακρίθηκαν, π.χ. της Μπουραζοπούλου ή του Μάντη. Ίσως είναι και θέμα δημοσίων σχέσεων των μεγάλων εκδοτικών οίκων.
Εν συνεχεία, πέρα δηλαδή από τον όποιο «ακαδημαϊκό αυτισμό» και την αντίληψή του περί «υψηλής» ή «σοβαρής» λογοτεχνίας, η κοινότητα του Φανταστικού στην Ελλάδα μοιάζει διασπασμένη, αποτελούμενη από μερικές «παρέες» που δεν έχουν μεταξύ τους και τις καλύτερες σχέσεις και από κάποιους, ας πούμε ανεξάρτητους παράγοντες (δημιουργούς, εκδότες, κτλ). Και μπορεί, όπως έχει πει ο Σαββόπουλος, οι παρέες να γράφουν -ενίοτε- ιστορία, όμως συνήθως χρειάζεται κάτι πιο οργανωμένο και μεθοδικό, κάτι που να βλέπει πιο μακριά, από μια παρέα, όσο ταλαντούχα και καλοπροαίρετη κι αν είναι αυτή, ώστε να μπορέσει να προάγει το Φανταστικό και να το κάνει αποδεκτό, από το ευρύ κοινό σε πρώτη φάση και από τους ακαδημαϊκούς κύκλους σε δεύτερη. Δυστυχώς, προχειρότητα, αρπαχτές, χαμηλή ποιότητα δημιουργιών, ματαιοδοξίες και λοιπές παθογένειες, κρατούν το ελληνικό Φανταστικό περιορισμένο σε μια μικρή κοινότητα -η οποία θα μπορούσε εξίσου να χαρακτηριστεί από τους υπόλοιπους «αυτιστική»- χωρίς ουσιαστικές άμεσες προοπτικές.
Παρατηρούμε πως οι (Έλληνες) αναγνώστες ευκολότερα θα διαβάσουν ένα αστυνομικό παρά ένα φανταστικό μυθιστόρημα. Πώς το ερμηνεύετε αυτό;
Εντάξει, τα γούστα είναι υποκειμενικά, «περί ορέξεως», που λέει κι η παροιμία…. Όμως, το μυστήριο, ο ρυθμός, οι εκπλήξεις. οι ανατροπές και η ένταση, στοιχεία που συνήθως διαθέτει ένα καλό αστυνομικό, αρέσουν στο ευρύ κοινό. Ακόμα κι ένα αστυνομικό έργο της σειράς, διαθέτει κάποια από αυτά τα στοιχεία και το κάνει πιο εύκολα αναγνώσιμο. Αντίθετα, μια καλή φανταστική κοσμοπλασία απευθύνεται σε πιο «ψαγμένους» αναγνώστες, και φυσικά απαιτεί πιο προσηλωμένους, πιο προσεκτικούς δημιουργούς. Πόσες φορές δεν έχουν δυσανασχετήσει γνωστοί μας αναγνώστες, επειδή έπεσε στα χέρια τους κάποιο έργο Fantasy ενός κατά τ’ άλλα καταξιωμένου διεθνώς δημιουργού, το οποίο τους φάνηκε κουραστικό λόγω πληθώρας ονομάτων, τοπωνυμιών, κτλ; Ωστόσο, υπάρχουν υποείδη του Φανταστικού, όπως αυτό του Υπερφυσικού Τρόμου ή της δυστοπικής ΕΦ, τα οποία βασίζονται κυρίως στην ατμόσφαιρα και την ένταση που δημιουργούν και που είναι αρκετά δημοφιλή, κυρίως στο εφηβικό και μετεφηβικό κοινό. Σε κάθε περίπτωση, μια τριλογία φαντασίας απαιτεί περισσότερο χρόνο από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και ως γνωστόν, οι Έλληνες διαβάζουν συνήθως κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους.
Φίλες και φίλοι, μείνετε συντονισμένοι στην Κοιλάδα της Γνώσης για περισσότερες συνεντεύξεις και άρθρα για βιβλία…